Jump to content

γαελικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

γαελικός (gaelikósm (feminine γαελική, neuter γαελικό)

  1. Gaelic, Celtic (relating to the Celtic people of Ireland, Scotland and the Isle of Man and their languages and customs)

Declension

[edit]
Declension of γαελικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative γαελικός (gaelikós) γαελική (gaelikí) γαελικό (gaelikó) γαελικοί (gaelikoí) γαελικές (gaelikés) γαελικά (gaeliká)
genitive γαελικού (gaelikoú) γαελικής (gaelikís) γαελικού (gaelikoú) γαελικών (gaelikón) γαελικών (gaelikón) γαελικών (gaelikón)
accusative γαελικό (gaelikó) γαελική (gaelikí) γαελικό (gaelikó) γαελικούς (gaelikoús) γαελικές (gaelikés) γαελικά (gaeliká)
vocative γαελικέ (gaeliké) γαελική (gaelikí) γαελικό (gaelikó) γαελικοί (gaelikoí) γαελικές (gaelikés) γαελικά (gaeliká)

Synonyms

[edit]