Jump to content

βυζαντινός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

βυζαντινός (vyzantinósm (feminine βυζαντινή, neuter βυζαντινό)

  1. Byzantine, pertaining to Byzantium

Declension

[edit]
Declension of βυζαντινός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative βυζαντινός (vyzantinós) βυζαντινή (vyzantiní) βυζαντινό (vyzantinó) βυζαντινοί (vyzantinoí) βυζαντινές (vyzantinés) βυζαντινά (vyzantiná)
genitive βυζαντινού (vyzantinoú) βυζαντινής (vyzantinís) βυζαντινού (vyzantinoú) βυζαντινών (vyzantinón) βυζαντινών (vyzantinón) βυζαντινών (vyzantinón)
accusative βυζαντινό (vyzantinó) βυζαντινή (vyzantiní) βυζαντινό (vyzantinó) βυζαντινούς (vyzantinoús) βυζαντινές (vyzantinés) βυζαντινά (vyzantiná)
vocative βυζαντινέ (vyzantiné) βυζαντινή (vyzantiní) βυζαντινό (vyzantinó) βυζαντινοί (vyzantinoí) βυζαντινές (vyzantinés) βυζαντινά (vyzantiná)