Jump to content

βρώσιμος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

βρώσιμος (vrósimosm (feminine βρώσιμη, neuter βρώσιμο)

  1. edible (that can be eaten without harm; suitable for consumption)

Declension

[edit]
Declension of βρώσιμος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative βρώσιμος (vrósimos) βρώσιμη (vrósimi) βρώσιμο (vrósimo) βρώσιμοι (vrósimoi) βρώσιμες (vrósimes) βρώσιμα (vrósima)
genitive βρώσιμου (vrósimou) βρώσιμης (vrósimis) βρώσιμου (vrósimou) βρώσιμων (vrósimon) βρώσιμων (vrósimon) βρώσιμων (vrósimon)
accusative βρώσιμο (vrósimo) βρώσιμη (vrósimi) βρώσιμο (vrósimo) βρώσιμους (vrósimous) βρώσιμες (vrósimes) βρώσιμα (vrósima)
vocative βρώσιμε (vrósime) βρώσιμη (vrósimi) βρώσιμο (vrósimo) βρώσιμοι (vrósimoi) βρώσιμες (vrósimes) βρώσιμα (vrósima)