Jump to content

βρετονικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

βρετονικός (vretonikósm (feminine βρετονική, neuter βρετονικό)

  1. Breton (relating to Brittany or its people or language)

Declension

[edit]
Declension of βρετονικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative βρετονικός (vretonikós) βρετονική (vretonikí) βρετονικό (vretonikó) βρετονικοί (vretonikoí) βρετονικές (vretonikés) βρετονικά (vretoniká)
genitive βρετονικού (vretonikoú) βρετονικής (vretonikís) βρετονικού (vretonikoú) βρετονικών (vretonikón) βρετονικών (vretonikón) βρετονικών (vretonikón)
accusative βρετονικό (vretonikó) βρετονική (vretonikí) βρετονικό (vretonikó) βρετονικούς (vretonikoús) βρετονικές (vretonikés) βρετονικά (vretoniká)
vocative βρετονικέ (vretoniké) βρετονική (vretonikí) βρετονικό (vretonikó) βρετονικοί (vretonikoí) βρετονικές (vretonikés) βρετονικά (vretoniká)
[edit]