Jump to content

βρετανικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

βρετανικός (vretanikósm (feminine βρετανική, neuter βρετανικό)

  1. British, Britannic

Declension

[edit]
Declension of βρετανικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative βρετανικός (vretanikós) βρετανική (vretanikí) βρετανικό (vretanikó) βρετανικοί (vretanikoí) βρετανικές (vretanikés) βρετανικά (vretaniká)
genitive βρετανικού (vretanikoú) βρετανικής (vretanikís) βρετανικού (vretanikoú) βρετανικών (vretanikón) βρετανικών (vretanikón) βρετανικών (vretanikón)
accusative βρετανικό (vretanikó) βρετανική (vretanikí) βρετανικό (vretanikó) βρετανικούς (vretanikoús) βρετανικές (vretanikés) βρετανικά (vretaniká)
vocative βρετανικέ (vretaniké) βρετανική (vretanikí) βρετανικό (vretanikó) βρετανικοί (vretanikoí) βρετανικές (vretanikés) βρετανικά (vretaniká)
[edit]
see: Βρετανία f (Vretanía, Britain)