βραχιόνιο οστό
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]βραχιόνιο οστό • (vrachiónio ostó) n (plural βραχιόνια οστά)
Declension
[edit]- see: βραχιόνιος (vrachiónios) and οστό (ostó)
Coordinate terms
[edit]Further reading
[edit]- βραχιόνιο οστό on the Greek Wikipedia.Wikipedia el