βρακοφόρος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

βράκα (vráka, breeches) +‎ -φόρος (-fóros, bearer)

Adjective

[edit]

βρακοφόρος (vrakofórosm (feminine βρακοφόρα, neuter βρακοφόρο)

  1. wearing breeches, breeched

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative βρακοφόρος (vrakofóros) βρακοφόρα (vrakofóra) βρακοφόρο (vrakofóro) βρακοφόροι (vrakofóroi) βρακοφόρες (vrakofóres) βρακοφόρα (vrakofóra)
genitive βρακοφόρου (vrakofórou) βρακοφόρας (vrakofóras) βρακοφόρου (vrakofórou) βρακοφόρων (vrakofóron) βρακοφόρων (vrakofóron) βρακοφόρων (vrakofóron)
accusative βρακοφόρο (vrakofóro) βρακοφόρα (vrakofóra) βρακοφόρο (vrakofóro) βρακοφόρους (vrakofórous) βρακοφόρες (vrakofóres) βρακοφόρα (vrakofóra)
vocative βρακοφόρε (vrakofóre) βρακοφόρα (vrakofóra) βρακοφόρο (vrakofóro) βρακοφόροι (vrakofóroi) βρακοφόρες (vrakofóres) βρακοφόρα (vrakofóra)