βουρβόλακας
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]βουρβόλακας • (vourvólakas) m (plural βουρβόλακες)
- Alternative form of βρικόλακας (vrikólakas)
Declension
[edit]Declension of βουρβόλακας
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | βουρβόλακας • | βουρβόλακες • |
genitive | βουρβόλακα • | βουρβολάκων • |
accusative | βουρβόλακα • | βουρβόλακες • |
vocative | βουρβόλακα • | βουρβόλακες • |