βουρβούλακας
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]βουρβούλακας • (vourvoúlakas) m (plural βουρβούλακες)
- Alternative form of βρικόλακας (vrikólakas)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | βουρβούλακας (vourvoúlakas) | βουρβούλακες (vourvoúlakes) |
genitive | βουρβούλακα (vourvoúlaka) | βουρβουλάκων (vourvoulákon) |
accusative | βουρβούλακα (vourvoúlaka) | βουρβούλακες (vourvoúlakes) |
vocative | βουρβούλακα (vourvoúlaka) | βουρβούλακες (vourvoúlakes) |