Jump to content

βουρβούλακας

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

βουρβούλακας (vourvoúlakasm (plural βουρβούλακες)

  1. Alternative form of βρικόλακας (vrikólakas)

Declension

[edit]
Declension of βουρβούλακας
singular plural
nominative βουρβούλακας (vourvoúlakas) βουρβούλακες (vourvoúlakes)
genitive βουρβούλακα (vourvoúlaka) βουρβουλάκων (vourvoulákon)
accusative βουρβούλακα (vourvoúlaka) βουρβούλακες (vourvoúlakes)
vocative βουρβούλακα (vourvoúlaka) βουρβούλακες (vourvoúlakes)