Jump to content

βουνοσειρά

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

βουνοσειρά (vounoseiráf (plural βουνοσειρές)

  1. (geography) mountain range, mountain chain, sierra, ridge

Declension

[edit]
Declension of βουνοσειρά
singular plural
nominative βουνοσειρά (vounoseirá) βουνοσειρές (vounoseirés)
genitive βουνοσειράς (vounoseirás) βουνοσειρών (vounoseirón)
accusative βουνοσειρά (vounoseirá) βουνοσειρές (vounoseirés)
vocative βουνοσειρά (vounoseirá) βουνοσειρές (vounoseirés)

Synonyms

[edit]
[edit]