Jump to content

βουκαμβίλια

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

βουκαμβίλια (voukamvíliaf (plural βουκαμβίλιες)

  1. Alternative form of μπουκαμβίλια (boukamvília)

Declension

[edit]
singular plural
nominative βουκαμβίλια (voukamvília) βουκαμβίλιες (voukamvílies)
genitive βουκαμβίλιας (voukamvílias) -
accusative βουκαμβίλια (voukamvília) βουκαμβίλιες (voukamvílies)
vocative βουκαμβίλια (voukamvília) βουκαμβίλιες (voukamvílies)