Jump to content

βουβουζέλα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

βουβουζέλα (vouvouzélaf (plural βουβουζέλες)

  1. (music) vuvuzela

Declension

[edit]
Declension of βουβουζέλα
singular plural
nominative βουβουζέλα (vouvouzéla) βουβουζέλες (vouvouzéles)
genitive βουβουζέλας (vouvouzélas) βουβουζέλων (vouvouzélon)
accusative βουβουζέλα (vouvouzéla) βουβουζέλες (vouvouzéles)
vocative βουβουζέλα (vouvouzéla) βουβουζέλες (vouvouzéles)