Jump to content

βομβαρδιστικό

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

βομβαρδιστικό (vomvardistikón (plural βομβαρδιστικά)

  1. bomber (military aircraft designed to drop bombs)

Declension

[edit]
Declension of βομβαρδιστικό
singular plural
nominative βομβαρδιστικό (vomvardistikó) βομβαρδιστικά (vomvardistiká)
genitive βομβαρδιστικού (vomvardistikoú) βομβαρδιστικών (vomvardistikón)
accusative βομβαρδιστικό (vomvardistikó) βομβαρδιστικά (vomvardistiká)
vocative βομβαρδιστικό (vomvardistikó) βομβαρδιστικά (vomvardistiká)
[edit]

Adjective

[edit]

βομβαρδιστικό (vomvardistikó)

  1. accusative masculine singular of βομβαρδιστικός (vomvardistikós)
  2. nominative/accusative/vocative neuter singular of βομβαρδιστικός (vomvardistikós)