Jump to content

βομβίστρια

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

βομβίστρια (vomvístriaf (plural βομβίστριες, masculine βομβιστής)

  1. bomber, bomb maker

Declension

[edit]
singular plural
nominative βομβίστρια (vomvístria) βομβίστριες (vomvístries)
genitive βομβίστριας (vomvístrias) βομβιστριών (vomvistrión)
accusative βομβίστρια (vomvístria) βομβίστριες (vomvístries)
vocative βομβίστρια (vomvístria) βομβίστριες (vomvístries)
[edit]