Jump to content

βοημικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

βοημικός (voïmikósm (feminine βοημική, neuter βοημικό)

  1. Bohemian (relating to Bohemia and its people)

Declension

[edit]
Declension of βοημικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative βοημικός (voïmikós) βοημική (voïmikí) βοημικό (voïmikó) βοημικοί (voïmikoí) βοημικές (voïmikés) βοημικά (voïmiká)
genitive βοημικού (voïmikoú) βοημικής (voïmikís) βοημικού (voïmikoú) βοημικών (voïmikón) βοημικών (voïmikón) βοημικών (voïmikón)
accusative βοημικό (voïmikó) βοημική (voïmikí) βοημικό (voïmikó) βοημικούς (voïmikoús) βοημικές (voïmikés) βοημικά (voïmiká)
vocative βοημικέ (voïmiké) βοημική (voïmikí) βοημικό (voïmikó) βοημικοί (voïmikoí) βοημικές (voïmikés) βοημικά (voïmiká)
[edit]