Jump to content

βιώσιμος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

βιώσιμος (viósimosm (feminine βιώσιμη, neuter βιώσιμος)

  1. viable
    βιώσιμη ανάπτυξηviósimi anáptyxisustainable development

Declension

[edit]
Declension of βιώσιμος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative βιώσιμος (viósimos) βιώσιμη (viósimi) βιώσιμο (viósimo) βιώσιμοι (viósimoi) βιώσιμες (viósimes) βιώσιμα (viósima)
genitive βιώσιμου (viósimou) βιώσιμης (viósimis) βιώσιμου (viósimou) βιώσιμων (viósimon) βιώσιμων (viósimon) βιώσιμων (viósimon)
accusative βιώσιμο (viósimo) βιώσιμη (viósimi) βιώσιμο (viósimo) βιώσιμους (viósimous) βιώσιμες (viósimes) βιώσιμα (viósima)
vocative βιώσιμε (viósime) βιώσιμη (viósimi) βιώσιμο (viósimo) βιώσιμοι (viósimoi) βιώσιμες (viósimes) βιώσιμα (viósima)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο βιώσιμος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο βιώσιμος, etc.)

[edit]

See also

[edit]