Jump to content

βιταμίνη

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

French vitamine

Noun

[edit]

βιταμίνη (vitamínif (plural βιταμίνες)

  1. vitamin
    βιταμίνη Cvitamíni Cvitamin C

Declension

[edit]
Declension of βιταμίνη
singular plural
nominative βιταμίνη (vitamíni) βιταμίνες (vitamínes)
genitive βιταμίνης (vitamínis) βιταμινών (vitaminón)
accusative βιταμίνη (vitamíni) βιταμίνες (vitamínes)
vocative βιταμίνη (vitamíni) βιταμίνες (vitamínes)

Further reading

[edit]