Jump to content

βιοποικιλότητα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

βιο- (vio-) +‎ ποικιλότητα (poikilótita).

Noun

[edit]

βιοποικιλότητα (viopoikilótitaf (plural βιοποικιλότητες)

  1. (ecology) biodiversity

Declension

[edit]
Declension of βιοποικιλότητα
singular plural
nominative βιοποικιλότητα (viopoikilótita) βιοποικιλότητες (viopoikilótites)
genitive βιοποικιλότητας (viopoikilótitas) βιοποικιλοτήτων (viopoikilotíton)
accusative βιοποικιλότητα (viopoikilótita) βιοποικιλότητες (viopoikilótites)
vocative βιοποικιλότητα (viopoikilótita) βιοποικιλότητες (viopoikilótites)