βιολετής

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

βιολέτα (violéta) +‎ -ής (-ís).[1]

Adjective

[edit]

βιολετής (violetísm (feminine βιολετιά, neuter βιολετί)

  1. violet, purple
  2. (as a noun) violet, purple

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative βιολετής (violetís) βιολετιά (violetiá) βιολετί (violetí) βιολετιοί (violetioí) βιολετιές (violetiés) βιολετιά (violetiá)
genitive βιολετή (violetí)
βιολετιού (violetioú)
βιολετιάς (violetiás) βιολετιού (violetioú) βιολετιών (violetión) βιολετιών (violetión) βιολετιών (violetión)
accusative βιολετή (violetí) βιολετιά (violetiá) βιολετί (violetí) βιολετιούς (violetioús) βιολετιές (violetiés) βιολετιά (violetiá)
vocative βιολετή (violetí) βιολετιά (violetiá) βιολετί (violetí) βιολετιοί (violetioí) βιολετιές (violetiés) βιολετιά (violetiá)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο βιολετής, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο βιολετής, etc.)

Synonyms

[edit]

Coordinate terms

[edit]
  • see: μοβ (mov) for similar colours

References

[edit]
  1. ^ βιολετής, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language