βιολετής
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]βιολέτα (violéta) + -ής (-ís).[1]
Adjective
[edit]βιολετής • (violetís) m (feminine βιολετιά, neuter βιολετί)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | βιολετής (violetís) | βιολετιά (violetiá) | βιολετί (violetí) | βιολετιοί (violetioí) | βιολετιές (violetiés) | βιολετιά (violetiá) | |
genitive | βιολετή (violetí) βιολετιού (violetioú) |
βιολετιάς (violetiás) | βιολετιού (violetioú) | βιολετιών (violetión) | βιολετιών (violetión) | βιολετιών (violetión) | |
accusative | βιολετή (violetí) | βιολετιά (violetiá) | βιολετί (violetí) | βιολετιούς (violetioús) | βιολετιές (violetiés) | βιολετιά (violetiá) | |
vocative | βιολετή (violetí) | βιολετιά (violetiá) | βιολετί (violetí) | βιολετιοί (violetioí) | βιολετιές (violetiés) | βιολετιά (violetiá) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο βιολετής, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο βιολετής, etc.)
Synonyms
[edit]- βιολετί (violetí, adjective & noun)
Coordinate terms
[edit]- see: μοβ (mov) for similar colours
References
[edit]- ^ βιολετής, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language