βιογραφικό
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]βιογραφικό • (viografikó) n (plural βιογραφικά)
- curriculum vitae, CV (UK); résumé (US) (shortened form of βιογραφικό σημείωμα (viografikó simeíoma))
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | βιογραφικό (viografikó) | βιογραφικά (viografiká) |
genitive | βιογραφικού (viografikoú) | βιογραφικών (viografikón) |
accusative | βιογραφικό (viografikó) | βιογραφικά (viografiká) |
vocative | βιογραφικό (viografikó) | βιογραφικά (viografiká) |
Adjective
[edit]βιογραφικό • (viografikó)
- accusative masculine singular of βιογραφικός (viografikós)