Jump to content

βιογραφικό

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

βιογραφικό (viografikón (plural βιογραφικά)

  1. curriculum vitae, CV (UK); résumé (US) (shortened form of βιογραφικό σημείωμα (viografikó simeíoma))

Declension

[edit]
Declension of βιογραφικό
singular plural
nominative βιογραφικό (viografikó) βιογραφικά (viografiká)
genitive βιογραφικού (viografikoú) βιογραφικών (viografikón)
accusative βιογραφικό (viografikó) βιογραφικά (viografiká)
vocative βιογραφικό (viografikó) βιογραφικά (viografiká)

Adjective

[edit]

βιογραφικό (viografikó)

  1. accusative masculine singular of βιογραφικός (viografikós)