βιντεοκάμερα
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]βιντεοκάμερα • (vinteokámera) f (plural βιντεοκάμερες)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | βιντεοκάμερα (vinteokámera) | βιντεοκάμερες (vinteokámeres) |
genitive | βιντεοκάμερας (vinteokámeras) | βιντεοκαμερών (vinteokamerón) |
accusative | βιντεοκάμερα (vinteokámera) | βιντεοκάμερες (vinteokámeres) |
vocative | βιντεοκάμερα (vinteokámera) | βιντεοκάμερες (vinteokámeres) |
Coordinate terms
[edit]- see: κάμερα f (kámera, “cαmera”)