Jump to content

βιντεοκάμερα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

βιντεοκάμερα (vinteokámeraf (plural βιντεοκάμερες)

  1. (film) videocamera, movie camera

Declension

[edit]
Declension of βιντεοκάμερα
singular plural
nominative βιντεοκάμερα (vinteokámera) βιντεοκάμερες (vinteokámeres)
genitive βιντεοκάμερας (vinteokámeras) βιντεοκαμερών (vinteokamerón)
accusative βιντεοκάμερα (vinteokámera) βιντεοκάμερες (vinteokámeres)
vocative βιντεοκάμερα (vinteokámera) βιντεοκάμερες (vinteokámeres)

Coordinate terms

[edit]