βιδωτός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]βιδωτός • (vidotós) m (feminine βιδωτή, neuter βιδωτό)
- (carpentry) screwed, screwed in, fastened with a screw
- (engineering) bolted, bolted on, fixed with a bolt
Declension
[edit]Declension of βιδωτός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | βιδωτός • | βιδωτή • | βιδωτό • | βιδωτοί • | βιδωτές • | βιδωτά • |
genitive | βιδωτού • | βιδωτής • | βιδωτού • | βιδωτών • | βιδωτών • | βιδωτών • |
accusative | βιδωτό • | βιδωτή • | βιδωτό • | βιδωτούς • | βιδωτές • | βιδωτά • |
vocative | βιδωτέ • | βιδωτή • | βιδωτό • | βιδωτοί • | βιδωτές • | βιδωτά • |
Antonyms
[edit]- αβίδωτος (avídotos)
Related terms
[edit]- βιδώνω (vidóno, “to screw”)