Jump to content

βιβλιοδεσία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

βιβλιοδεσία (vivliodesíaf (plural βιβλιοδεσίες)

  1. bookbinding

Declension

[edit]
singular plural
nominative βιβλιοδεσία (vivliodesía) βιβλιοδεσίες (vivliodesíes)
genitive βιβλιοδεσίας (vivliodesías) βιβλιοδεσιών (vivliodesión)
accusative βιβλιοδεσία (vivliodesía) βιβλιοδεσίες (vivliodesíes)
vocative βιβλιοδεσία (vivliodesía) βιβλιοδεσίες (vivliodesíes)
[edit]

Further reading

[edit]