Jump to content

βεράντα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]
Βεράντα διαμερίσματος

Etymology

[edit]

Borrowed from Italian veranda.[1]

Pronunciation

[edit]

Noun

[edit]

βεράντα (verántaf (plural βεράντες)

  1. veranda (roofed open gallery)

Declension

[edit]
Declension of βεράντα
singular plural
nominative βεράντα (veránta) βεράντες (verántes)
genitive βεράντας (verántas) βεραντών (verantón)
accusative βεράντα (veránta) βεράντες (verántes)
vocative βεράντα (veránta) βεράντες (verántes)

References

[edit]
  1. ^ βεράντα, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language