Jump to content

βενζίνα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

βενζίνα (venzínaf (plural βενζίνες)

  1. Alternative form of βενζίνη (venzíni)

Declension

[edit]
singular plural
nominative βενζίνα (venzína) βενζίνες (venzínes)
genitive βενζίνας (venzínas) βενζινών (venzinón)
accusative βενζίνα (venzína) βενζίνες (venzínes)
vocative βενζίνα (venzína) βενζίνες (venzínes)