Jump to content

βαφτιστικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

βαφτιστικός (vaftistikósm (feminine βαφτιστική, neuter βαφτιστικό)

  1. Alternative form of βαπτιστικός (vaptistikós)

Declension

[edit]
Declension of βαφτιστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative βαφτιστικός (vaftistikós) βαφτιστική (vaftistikí) βαφτιστικό (vaftistikó) βαφτιστικοί (vaftistikoí) βαφτιστικές (vaftistikés) βαφτιστικά (vaftistiká)
genitive βαφτιστικού (vaftistikoú) βαφτιστικής (vaftistikís) βαφτιστικού (vaftistikoú) βαφτιστικών (vaftistikón) βαφτιστικών (vaftistikón) βαφτιστικών (vaftistikón)
accusative βαφτιστικό (vaftistikó) βαφτιστική (vaftistikí) βαφτιστικό (vaftistikó) βαφτιστικούς (vaftistikoús) βαφτιστικές (vaftistikés) βαφτιστικά (vaftistiká)
vocative βαφτιστικέ (vaftistiké) βαφτιστική (vaftistikí) βαφτιστικό (vaftistikó) βαφτιστικοί (vaftistikoí) βαφτιστικές (vaftistikés) βαφτιστικά (vaftistiká)