βασανιστικός
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]βασανιστικός • (vasanistikós) m (feminine βασανιστική, neuter βασανιστικό)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | βασανιστικός (vasanistikós) | βασανιστική (vasanistikí) | βασανιστικό (vasanistikó) | βασανιστικοί (vasanistikoí) | βασανιστικές (vasanistikés) | βασανιστικά (vasanistiká) | |
genitive | βασανιστικού (vasanistikoú) | βασανιστικής (vasanistikís) | βασανιστικού (vasanistikoú) | βασανιστικών (vasanistikón) | βασανιστικών (vasanistikón) | βασανιστικών (vasanistikón) | |
accusative | βασανιστικό (vasanistikó) | βασανιστική (vasanistikí) | βασανιστικό (vasanistikó) | βασανιστικούς (vasanistikoús) | βασανιστικές (vasanistikés) | βασανιστικά (vasanistiká) | |
vocative | βασανιστικέ (vasanistiké) | βασανιστική (vasanistikí) | βασανιστικό (vasanistikó) | βασανιστικοί (vasanistikoí) | βασανιστικές (vasanistikés) | βασανιστικά (vasanistiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο βασανιστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο βασανιστικός, etc.)
Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο βασανιστικότερος", etc)
|
Related terms
[edit]- see: βάσανο n (vásano, “torture”)