Jump to content

βασανιστικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

βασανιστικός (vasanistikósm (feminine βασανιστική, neuter βασανιστικό)

  1. brutal, agonising

Declension

[edit]
Declension of βασανιστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative βασανιστικός (vasanistikós) βασανιστική (vasanistikí) βασανιστικό (vasanistikó) βασανιστικοί (vasanistikoí) βασανιστικές (vasanistikés) βασανιστικά (vasanistiká)
genitive βασανιστικού (vasanistikoú) βασανιστικής (vasanistikís) βασανιστικού (vasanistikoú) βασανιστικών (vasanistikón) βασανιστικών (vasanistikón) βασανιστικών (vasanistikón)
accusative βασανιστικό (vasanistikó) βασανιστική (vasanistikí) βασανιστικό (vasanistikó) βασανιστικούς (vasanistikoús) βασανιστικές (vasanistikés) βασανιστικά (vasanistiká)
vocative βασανιστικέ (vasanistiké) βασανιστική (vasanistikí) βασανιστικό (vasanistikó) βασανιστικοί (vasanistikoí) βασανιστικές (vasanistikés) βασανιστικά (vasanistiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο βασανιστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο βασανιστικός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative βασανιστικότερος (vasanistikóteros) βασανιστικότερη (vasanistikóteri) βασανιστικότερο (vasanistikótero) βασανιστικότεροι (vasanistikóteroi) βασανιστικότερες (vasanistikóteres) βασανιστικότερα (vasanistikótera)
genitive βασανιστικότερου (vasanistikóterou) βασανιστικότερης (vasanistikóteris) βασανιστικότερου (vasanistikóterou) βασανιστικότερων (vasanistikóteron) βασανιστικότερων (vasanistikóteron) βασανιστικότερων (vasanistikóteron)
accusative βασανιστικότερο (vasanistikótero) βασανιστικότερη (vasanistikóteri) βασανιστικότερο (vasanistikótero) βασανιστικότερους (vasanistikóterous) βασανιστικότερες (vasanistikóteres) βασανιστικότερα (vasanistikótera)
vocative βασανιστικότερε (vasanistikótere) βασανιστικότερη (vasanistikóteri) βασανιστικότερο (vasanistikótero) βασανιστικότεροι (vasanistikóteroi) βασανιστικότερες (vasanistikóteres) βασανιστικότερα (vasanistikótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο βασανιστικότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative βασανιστικότατος (vasanistikótatos) βασανιστικότατη (vasanistikótati) βασανιστικότατο (vasanistikótato) βασανιστικότατοι (vasanistikótatoi) βασανιστικότατες (vasanistikótates) βασανιστικότατα (vasanistikótata)
genitive βασανιστικότατου (vasanistikótatou) βασανιστικότατης (vasanistikótatis) βασανιστικότατου (vasanistikótatou) βασανιστικότατων (vasanistikótaton) βασανιστικότατων (vasanistikótaton) βασανιστικότατων (vasanistikótaton)
accusative βασανιστικότατο (vasanistikótato) βασανιστικότατη (vasanistikótati) βασανιστικότατο (vasanistikótato) βασανιστικότατους (vasanistikótatous) βασανιστικότατες (vasanistikótates) βασανιστικότατα (vasanistikótata)
vocative βασανιστικότατε (vasanistikótate) βασανιστικότατη (vasanistikótati) βασανιστικότατο (vasanistikótato) βασανιστικότατοι (vasanistikótatoi) βασανιστικότατες (vasanistikótates) βασανιστικότατα (vasanistikótata)
[edit]
see: βάσανο n (vásano, torture)