βαρυστομαχιά
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]βαρυστομαχιά • (varystomachiá) f (plural βαρυστομαχιές)
Declension
[edit]Declension of βαρυστομαχιά
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | βαρυστομαχιά • | βαρυστομαχιές • |
genitive | βαρυστομαχιάς • | βαρυστομαχιών • |
accusative | βαρυστομαχιά • | βαρυστομαχιές • |
vocative | βαρυστομαχιά • | βαρυστομαχιές • |
Synonyms
[edit]- δυσπεψία f (dyspepsía)