Jump to content

βαρετός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From βάρος (város, weight, burden, load) +‎ -τος (-tos, suffix forming adjectives).

Adjective

[edit]

βαρετός (varetósm (feminine βαρετή, neuter βαρετό)

  1. boring, tiresome

Declension

[edit]
Declension of βαρετός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative βαρετός (varetós) βαρετή (varetí) βαρετό (varetó) βαρετοί (varetoí) βαρετές (varetés) βαρετά (varetá)
genitive βαρετού (varetoú) βαρετής (varetís) βαρετού (varetoú) βαρετών (varetón) βαρετών (varetón) βαρετών (varetón)
accusative βαρετό (varetó) βαρετή (varetí) βαρετό (varetó) βαρετούς (varetoús) βαρετές (varetés) βαρετά (varetá)
vocative βαρετέ (vareté) βαρετή (varetí) βαρετό (varetó) βαρετοί (varetoí) βαρετές (varetés) βαρετά (varetá)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο βαρετός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο βαρετός, etc.)

Synonyms

[edit]

Derived terms

[edit]