Jump to content

βαρήκοος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

βαρήκοος (varíkoosm (feminine βαρήκοη, neuter βαρήκοο)

  1. hard of hearing, with impaired hearing

Declension

[edit]
Declension of βαρήκοος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative βαρήκοος (varíkoos) βαρήκοη (varíkoï) βαρήκοο (varíkoo) βαρήκοοι (varíkooi) βαρήκοες (varíkoes) βαρήκοα (varíkoa)
genitive βαρήκοου (varíkoou) βαρήκοης (varíkoïs) βαρήκοου (varíkoou) βαρήκοων (varíkoon) βαρήκοων (varíkoon) βαρήκοων (varíkoon)
accusative βαρήκοο (varíkoo) βαρήκοη (varíkoï) βαρήκοο (varíkoo) βαρήκοους (varíkoous) βαρήκοες (varíkoes) βαρήκοα (varíkoa)
vocative βαρήκοε (varíkoe) βαρήκοη (varíkoï) βαρήκοο (varíkoo) βαρήκοοι (varíkooi) βαρήκοες (varíkoes) βαρήκοα (varíkoa)
[edit]