Jump to content

βαθύτερος

From Wiktionary, the free dictionary

Ancient Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Pronunciation

[edit]
 

Adjective

[edit]

βᾰθῠ́τερος (bathúterosm (feminine βᾰθῠτέρᾱ, neuter βᾰθῠ́τερον); first/second declension

  1. comparative degree of βᾰθῠ́ς (bathús)

Declension

[edit]

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /vaˈθi.te.ɾos/
  • Hyphenation: βα‧θύ‧τε‧ρος

Adjective

[edit]

βαθύτερος (vathýteros)

  1. comparative degree of βαθύς (vathýs): "deeper"

Usage notes

[edit]

ο βαθύτερος (vathýteros, the deepest) [article + comparative] is the relative superlative form.

Declension

[edit]
Declension of βαθύτερος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative βαθύτερος (vathýteros) βαθύτερη (vathýteri) βαθύτερο (vathýtero) βαθύτεροι (vathýteroi) βαθύτερες (vathýteres) βαθύτερα (vathýtera)
genitive βαθύτερου (vathýterou) βαθύτερης (vathýteris) βαθύτερου (vathýterou) βαθύτερων (vathýteron) βαθύτερων (vathýteron) βαθύτερων (vathýteron)
accusative βαθύτερο (vathýtero) βαθύτερη (vathýteri) βαθύτερο (vathýtero) βαθύτερους (vathýterous) βαθύτερες (vathýteres) βαθύτερα (vathýtera)
vocative βαθύτερε (vathýtere) βαθύτερη (vathýteri) βαθύτερο (vathýtero) βαθύτεροι (vathýteroi) βαθύτερες (vathýteres) βαθύτερα (vathýtera)

Derived terms

[edit]