βαθμολογία
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly from βαθμολογώ (vathmologó) + -ία (-ía).[1]
Noun
[edit]βαθμολογία • (vathmología) f (plural βαθμολογίες)
- (chiefly education) set of grades/marks
- (sports) score
- grading, marking
- Synonym: βαθμολόγηση f (vathmológisi)
Declension
[edit]Declension of βαθμολογία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | βαθμολογία • | βαθμολογίες • |
genitive | βαθμολογίας • | βαθμολογιών • |
accusative | βαθμολογία • | βαθμολογίες • |
vocative | βαθμολογία • | βαθμολογίες • |
Related terms
[edit]- see: βαθμός (vathmós)
References
[edit]- ^ βαθμολογία, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language