Jump to content

αύτανδρος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αύτανδρος (áftandrosm (feminine αύτανδρη, neuter αύτανδρο)

  1. (nautical) all hands
    το καΐκι βυθίστηκε αύτανδροto kaḯki vythístike áftandrothe caique sank with all hands

Declension

[edit]
Declension of αύτανδρος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αύτανδρος (áftandros) αύτανδρη (áftandri) αύτανδρο (áftandro) αύτανδροι (áftandroi) αύτανδρες (áftandres) αύτανδρα (áftandra)
genitive αύτανδρου (áftandrou) αύτανδρης (áftandris) αύτανδρου (áftandrou) αύτανδρων (áftandron) αύτανδρων (áftandron) αύτανδρων (áftandron)
accusative αύτανδρο (áftandro) αύτανδρη (áftandri) αύτανδρο (áftandro) αύτανδρους (áftandrous) αύτανδρες (áftandres) αύτανδρα (áftandra)
vocative αύτανδρε (áftandre) αύτανδρη (áftandri) αύτανδρο (áftandro) αύτανδροι (áftandroi) αύτανδρες (áftandres) αύτανδρα (áftandra)

Further reading

[edit]