αφρικανικός
Jump to navigation
Jump to search
See also: αφρικάνικος
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- αφρικάνικος (afrikánikos)
Adjective
[edit]αφρικανικός • (afrikanikós) m (feminine αφρικανική, neuter αφρικανικό)
Declension
[edit]Declension of αφρικανικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αφρικανικός • | αφρικανική • | αφρικανικό • | αφρικανικοί • | αφρικανικές • | αφρικανικά • |
genitive | αφρικανικού • | αφρικανικής • | αφρικανικού • | αφρικανικών • | αφρικανικών • | αφρικανικών • |
accusative | αφρικανικό • | αφρικανική • | αφρικανικό • | αφρικανικούς • | αφρικανικές • | αφρικανικά • |
vocative | αφρικανικέ • | αφρικανική • | αφρικανικό • | αφρικανικοί • | αφρικανικές • | αφρικανικά • |
Related terms
[edit]- see: Αφρική f (Afrikí, “Africa”)