αφιλοκαλία
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αφιλοκαλία • (afilokalía) f (uncountable)
Declension
[edit] αφιλοκαλία
case \ number | singular |
---|---|
nominative | αφιλοκαλία • |
genitive | αφιλοκαλίας • |
accusative | αφιλοκαλία • |
vocative | αφιλοκαλία • |
Synonyms
[edit]- αγουστιά f (agoustiá)