αφθώδης
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From άφθα (mouth ulcer).
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]αφθώδης • (afthódis) m (feminine αφθώδης, neuter αφθώδες)
- aphthous, related to mouth ulcers
Declension
[edit]Declension of αφθώδης
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αφθώδης • | αφθώδης • | αφθώδες • | αφθώδεις • | αφθώδεις • | αφθώδη • |
genitive | αφθώδους • / αφθώδη • | αφθώδους • | αφθώδους • | αφθωδών • | αφθωδών • | αφθωδών • |
accusative | αφθώδη • | αφθώδη • | αφθώδες • | αφθώδεις • | αφθώδεις • | αφθώδη • |
vocative | αφθώδη • / αφθώδης • | αφθώδης • | αφθώδες • | αφθώδεις • | αφθώδεις • | αφθώδη • |
Related terms
[edit]- άφθα (áftha, “mouth ulcer, etc”)
- αφθώδης πυρετός (afthódis pyretós, “foot-and-mouth disease”)