αφθονών

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αφθονών (afthonónm (feminine αφθονούσα, neuter αφθονόν)

  1. abundant, plentiful
    Synonym: άφθονος (áfthonos)

Declension

[edit]
Declension of αφθονών
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αφθονών (afthonón) αφθονούσα (afthonoúsa) αφθονόν (afthonón) αφθονόντες (afthonóntes) αφθονούσες (afthonoúses) αφθονόντα (afthonónta)
genitive αφθονόντος (afthonóntos) αφθονούσας (afthonoúsas)
αφθονούσης (afthonoúsis)
αφθονόντος (afthonóntos) αφθονόντων (afthonónton) αφθονουσών (afthonousón) αφθονόντων (afthonónton)
accusative αφθονόντα (afthonónta) αφθονούσα (afthonoúsa) αφθονόν (afthonón) αφθονόντες (afthonóntes) αφθονούσες (afthonoúses) αφθονόντα (afthonónta)
vocative αφθονών (afthonón) αφθονούσα (afthonoúsa) αφθονόν (afthonón) αφθονόντες (afthonóntes) αφθονούσες (afthonoúses) αφθονόντα (afthonónta)
[edit]