Jump to content

αυτόνομος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αυτόνομος (aftónomosm (feminine αυτόνομη, neuter αυτόνομο)

  1. autonomous, self-governing
  2. standalone

Declension

[edit]
Declension of αυτόνομος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αυτόνομος (aftónomos) αυτόνομη (aftónomi) αυτόνομο (aftónomo) αυτόνομοι (aftónomoi) αυτόνομες (aftónomes) αυτόνομα (aftónoma)
genitive αυτόνομου (aftónomou) αυτόνομης (aftónomis) αυτόνομου (aftónomou) αυτόνομων (aftónomon) αυτόνομων (aftónomon) αυτόνομων (aftónomon)
accusative αυτόνομο (aftónomo) αυτόνομη (aftónomi) αυτόνομο (aftónomo) αυτόνομους (aftónomous) αυτόνομες (aftónomes) αυτόνομα (aftónoma)
vocative αυτόνομε (aftónome) αυτόνομη (aftónomi) αυτόνομο (aftónomo) αυτόνομοι (aftónomoi) αυτόνομες (aftónomes) αυτόνομα (aftónoma)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αυτόνομος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αυτόνομος, etc.)