αυτόματος
Appearance
See also: αὐτόματος
Greek
[edit]Adjective
[edit]αυτόματος • (aftómatos) m (feminine αυτόματη, neuter αυτόματο)
- automatic
- Synonym: αυτοματικός (aftomatikós)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αυτόματος (aftómatos) | αυτόματη (aftómati) | αυτόματο (aftómato) | αυτόματοι (aftómatoi) | αυτόματες (aftómates) | αυτόματα (aftómata) | |
genitive | αυτόματου (aftómatou) | αυτόματης (aftómatis) | αυτόματου (aftómatou) | αυτόματων (aftómaton) | αυτόματων (aftómaton) | αυτόματων (aftómaton) | |
accusative | αυτόματο (aftómato) | αυτόματη (aftómati) | αυτόματο (aftómato) | αυτόματους (aftómatous) | αυτόματες (aftómates) | αυτόματα (aftómata) | |
vocative | αυτόματε (aftómate) | αυτόματη (aftómati) | αυτόματο (aftómato) | αυτόματοι (aftómatoi) | αυτόματες (aftómates) | αυτόματα (aftómata) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αυτόματος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αυτόματος, etc.)
Related terms
[edit]- αυτόματα (aftómata, “automatically”, adverb)
- αυτοματισμός m (aftomatismós, “automation”)
- αυτόματο όπλο n (aftómato óplo, “automatic weapon”)
- αυτόματο n (aftómato, “automatic weapon”)
- αυτόματος πιλότος m (aftómatos pilótos, “automatic pilot”)
- αυτόματος τηλεφωνητής m (aftómatos tilefonitís, “answering machine”)
- αυτομάτως (aftomátos, “automatically”, adverb)
Further reading
[edit]- “αυτόματος”, in Platform to search dictionaries of modern and medieval Greek at the Centre for the Greek language