Jump to content

αυτόματος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αυτόματος (aftómatosm (feminine αυτόματη, neuter αυτόματο)

  1. automatic
    Synonym: αυτοματικός (aftomatikós)

Declension

[edit]
Declension of αυτόματος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αυτόματος (aftómatos) αυτόματη (aftómati) αυτόματο (aftómato) αυτόματοι (aftómatoi) αυτόματες (aftómates) αυτόματα (aftómata)
genitive αυτόματου (aftómatou) αυτόματης (aftómatis) αυτόματου (aftómatou) αυτόματων (aftómaton) αυτόματων (aftómaton) αυτόματων (aftómaton)
accusative αυτόματο (aftómato) αυτόματη (aftómati) αυτόματο (aftómato) αυτόματους (aftómatous) αυτόματες (aftómates) αυτόματα (aftómata)
vocative αυτόματε (aftómate) αυτόματη (aftómati) αυτόματο (aftómato) αυτόματοι (aftómatoi) αυτόματες (aftómates) αυτόματα (aftómata)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αυτόματος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αυτόματος, etc.)

[edit]

Further reading

[edit]