Jump to content

αυτόγραφος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αυτόγραφος (aftógrafosm (feminine αυτόγραφη, neuter αυτόγραφο)

  1. handwritten, in/by one's own hand

Declension

[edit]
Declension of αυτόγραφος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αυτόγραφος (aftógrafos) αυτόγραφη (aftógrafi) αυτόγραφο (aftógrafo) αυτόγραφοι (aftógrafoi) αυτόγραφες (aftógrafes) αυτόγραφα (aftógrafa)
genitive αυτόγραφου (aftógrafou) αυτόγραφης (aftógrafis) αυτόγραφου (aftógrafou) αυτόγραφων (aftógrafon) αυτόγραφων (aftógrafon) αυτόγραφων (aftógrafon)
accusative αυτόγραφο (aftógrafo) αυτόγραφη (aftógrafi) αυτόγραφο (aftógrafo) αυτόγραφους (aftógrafous) αυτόγραφες (aftógrafes) αυτόγραφα (aftógrafa)
vocative αυτόγραφε (aftógrafe) αυτόγραφη (aftógrafi) αυτόγραφο (aftógrafo) αυτόγραφοι (aftógrafoi) αυτόγραφες (aftógrafes) αυτόγραφα (aftógrafa)
[edit]

Further reading

[edit]