Jump to content

αυτοϊκανοποίηση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αυτοϊκανοποίηση (aftoïkanopoíisif (plural αυτοϊκανοποιήσεις)

  1. self-satisfaction

Declension

[edit]
Declension of αυτοϊκανοποίηση
singular plural
nominative αυτοϊκανοποίηση (aftoïkanopoíisi) αυτοϊκανοποιήσεις (aftoïkanopoiíseis)
genitive αυτοϊκανοποίησης (aftoïkanopoíisis) αυτοϊκανοποιήσεων (aftoïkanopoiíseon)
accusative αυτοϊκανοποίηση (aftoïkanopoíisi) αυτοϊκανοποιήσεις (aftoïkanopoiíseis)
vocative αυτοϊκανοποίηση (aftoïkanopoíisi) αυτοϊκανοποιήσεις (aftoïkanopoiíseis)

Older or formal genitive singular: αυτοϊκανοποιήσεως (aftoïkanopoiíseos)

[edit]

Further reading

[edit]