αυτοκόλλητος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly from αυτο- (afto-) + κολλη- (kolli-, stem of κολλώ) + -τος (-tos), a calque of English self-sticking and self-adhesive.[1]
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]αυτοκόλλητος • (aftokóllitos) m (feminine αυτοκόλλητη, neuter αυτοκόλλητο)
Declension
[edit]Declension of αυτοκόλλητος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αυτοκόλλητος • | αυτοκόλλητη • | αυτοκόλλητο • | αυτοκόλλητοι • | αυτοκόλλητες • | αυτοκόλλητα • |
genitive | αυτοκόλλητου • | αυτοκόλλητης • | αυτοκόλλητου • | αυτοκόλλητων • | αυτοκόλλητων • | αυτοκόλλητων • |
accusative | αυτοκόλλητο • | αυτοκόλλητη • | αυτοκόλλητο • | αυτοκόλλητους • | αυτοκόλλητες • | αυτοκόλλητα • |
vocative | αυτοκόλλητε • | αυτοκόλλητη • | αυτοκόλλητο • | αυτοκόλλητοι • | αυτοκόλλητες • | αυτοκόλλητα • |
Derived terms
[edit]- αυτοκόλλητο n (aftokóllito)
Related terms
[edit]References
[edit]- ^ αυτοκόλλητος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language
- αυτοκόλλητος - Georgakas, Demetrius, 1908-1990 (1960-2009) A Modern Greek-English Dictionary [MGED online, 2009. letter α only (abbreviations)], Centre for the Greek language