αυτοκρατόρισσα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αυτοκρατόρισσα • (aftokratórissa) f (plural αυτοκρατόρισσες, masculine αυτοκράτορας)
Declension
[edit]Declension of αυτοκρατόρισσα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αυτοκρατόρισσα • | αυτοκρατόρισσες • |
genitive | αυτοκρατόρισσας • | αυτοκρατορισσών • |
accusative | αυτοκρατόρισσα • | αυτοκρατόρισσες • |
vocative | αυτοκρατόρισσα • | αυτοκρατόρισσες • |
Synonyms
[edit]- αυτοκράτειρα f (aftokráteira)