αυτοκαταστροφικός
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]αυτοκαταστροφικός • (aftokatastrofikós) m (feminine αυτοκαταστροφική, neuter αυτοκαταστροφικό)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αυτοκαταστροφικός (aftokatastrofikós) | αυτοκαταστροφική (aftokatastrofikí) | αυτοκαταστροφικό (aftokatastrofikó) | αυτοκαταστροφικοί (aftokatastrofikoí) | αυτοκαταστροφικές (aftokatastrofikés) | αυτοκαταστροφικά (aftokatastrofiká) | |
genitive | αυτοκαταστροφικού (aftokatastrofikoú) | αυτοκαταστροφικής (aftokatastrofikís) | αυτοκαταστροφικού (aftokatastrofikoú) | αυτοκαταστροφικών (aftokatastrofikón) | αυτοκαταστροφικών (aftokatastrofikón) | αυτοκαταστροφικών (aftokatastrofikón) | |
accusative | αυτοκαταστροφικό (aftokatastrofikó) | αυτοκαταστροφική (aftokatastrofikí) | αυτοκαταστροφικό (aftokatastrofikó) | αυτοκαταστροφικούς (aftokatastrofikoús) | αυτοκαταστροφικές (aftokatastrofikés) | αυτοκαταστροφικά (aftokatastrofiká) | |
vocative | αυτοκαταστροφικέ (aftokatastrofiké) | αυτοκαταστροφική (aftokatastrofikí) | αυτοκαταστροφικό (aftokatastrofikó) | αυτοκαταστροφικοί (aftokatastrofikoí) | αυτοκαταστροφικές (aftokatastrofikés) | αυτοκαταστροφικά (aftokatastrofiká) |
Related terms
[edit]- see: αυτοκαταστροφή f (aftokatastrofí, “self-destruction”)
Further reading
[edit]- “αυτοκαταστροφικός”, in Platform to search dictionaries of modern and medieval Greek at the Centre for the Greek language