Jump to content

αυτοκαταστροφικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αυτοκαταστροφικός (aftokatastrofikósm (feminine αυτοκαταστροφική, neuter αυτοκαταστροφικό)

  1. self-destructive

Declension

[edit]
Declension of αυτοκαταστροφικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αυτοκαταστροφικός (aftokatastrofikós) αυτοκαταστροφική (aftokatastrofikí) αυτοκαταστροφικό (aftokatastrofikó) αυτοκαταστροφικοί (aftokatastrofikoí) αυτοκαταστροφικές (aftokatastrofikés) αυτοκαταστροφικά (aftokatastrofiká)
genitive αυτοκαταστροφικού (aftokatastrofikoú) αυτοκαταστροφικής (aftokatastrofikís) αυτοκαταστροφικού (aftokatastrofikoú) αυτοκαταστροφικών (aftokatastrofikón) αυτοκαταστροφικών (aftokatastrofikón) αυτοκαταστροφικών (aftokatastrofikón)
accusative αυτοκαταστροφικό (aftokatastrofikó) αυτοκαταστροφική (aftokatastrofikí) αυτοκαταστροφικό (aftokatastrofikó) αυτοκαταστροφικούς (aftokatastrofikoús) αυτοκαταστροφικές (aftokatastrofikés) αυτοκαταστροφικά (aftokatastrofiká)
vocative αυτοκαταστροφικέ (aftokatastrofiké) αυτοκαταστροφική (aftokatastrofikí) αυτοκαταστροφικό (aftokatastrofikó) αυτοκαταστροφικοί (aftokatastrofikoí) αυτοκαταστροφικές (aftokatastrofikés) αυτοκαταστροφικά (aftokatastrofiká)
[edit]

Further reading

[edit]