αυτοδίδαχτος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αυτοδίδαχτος (aftodídachtosm (feminine αυτοδίδαχτη, neuter αυτοδίδαχτο)

  1. Alternative form of αυτοδίδακτος (aftodídaktos)

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αυτοδίδαχτος (aftodídachtos) αυτοδίδαχτη (aftodídachti) αυτοδίδαχτο (aftodídachto) αυτοδίδαχτοι (aftodídachtoi) αυτοδίδαχτες (aftodídachtes) αυτοδίδαχτα (aftodídachta)
genitive αυτοδίδαχτου (aftodídachtou) αυτοδίδαχτης (aftodídachtis) αυτοδίδαχτου (aftodídachtou) αυτοδίδαχτων (aftodídachton) αυτοδίδαχτων (aftodídachton) αυτοδίδαχτων (aftodídachton)
accusative αυτοδίδαχτο (aftodídachto) αυτοδίδαχτη (aftodídachti) αυτοδίδαχτο (aftodídachto) αυτοδίδαχτους (aftodídachtous) αυτοδίδαχτες (aftodídachtes) αυτοδίδαχτα (aftodídachta)
vocative αυτοδίδαχτε (aftodídachte) αυτοδίδαχτη (aftodídachti) αυτοδίδαχτο (aftodídachto) αυτοδίδαχτοι (aftodídachtoi) αυτοδίδαχτες (aftodídachtes) αυτοδίδαχτα (aftodídachta)