Jump to content

αυτιστικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αυτιστικός (aftistikósm (feminine αυτιστική, neuter αυτιστικό)

  1. (psychology) autistic

Declension

[edit]
Declension of αυτιστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αυτιστικός (aftistikós) αυτιστική (aftistikí) αυτιστικό (aftistikó) αυτιστικοί (aftistikoí) αυτιστικές (aftistikés) αυτιστικά (aftistiká)
genitive αυτιστικού (aftistikoú) αυτιστικής (aftistikís) αυτιστικού (aftistikoú) αυτιστικών (aftistikón) αυτιστικών (aftistikón) αυτιστικών (aftistikón)
accusative αυτιστικό (aftistikó) αυτιστική (aftistikí) αυτιστικό (aftistikó) αυτιστικούς (aftistikoús) αυτιστικές (aftistikés) αυτιστικά (aftistiká)
vocative αυτιστικέ (aftistiké) αυτιστική (aftistikí) αυτιστικό (aftistikó) αυτιστικοί (aftistikoí) αυτιστικές (aftistikés) αυτιστικά (aftistiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αυτιστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αυτιστικός, etc.)

[edit]

Further reading

[edit]