αυτιστικός
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]αυτιστικός • (aftistikós) m (feminine αυτιστική, neuter αυτιστικό)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αυτιστικός (aftistikós) | αυτιστική (aftistikí) | αυτιστικό (aftistikó) | αυτιστικοί (aftistikoí) | αυτιστικές (aftistikés) | αυτιστικά (aftistiká) | |
genitive | αυτιστικού (aftistikoú) | αυτιστικής (aftistikís) | αυτιστικού (aftistikoú) | αυτιστικών (aftistikón) | αυτιστικών (aftistikón) | αυτιστικών (aftistikón) | |
accusative | αυτιστικό (aftistikó) | αυτιστική (aftistikí) | αυτιστικό (aftistikó) | αυτιστικούς (aftistikoús) | αυτιστικές (aftistikés) | αυτιστικά (aftistiká) | |
vocative | αυτιστικέ (aftistiké) | αυτιστική (aftistikí) | αυτιστικό (aftistikó) | αυτιστικοί (aftistikoí) | αυτιστικές (aftistikés) | αυτιστικά (aftistiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αυτιστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αυτιστικός, etc.)
Related terms
[edit]Further reading
[edit]- Αυτισμός on the Greek Wikipedia.Wikipedia el