αυτεπάγγελτος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- αυταπάγγελατος (aftapángelatos)
Etymology
[edit]Inherited from Ancient Greek αὐτεπάγγελτος (autepángeltos)
Adjective
[edit]αυτεπάγγελτος • (aftepángeltos) m (feminine αυτεπάγγελτη, neuter αυτεπάγγελτο)
- self-appointed
- (law) ex officio, appointed due to office
Declension
[edit]Declension of αυτεπάγγελτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αυτεπάγγελτος • | αυτεπάγγελτη • | αυτεπάγγελτο • | αυτεπάγγελτοι • | αυτεπάγγελτες • | αυτεπάγγελτα • |
genitive | αυτεπάγγελτου • | αυτεπάγγελτης • | αυτεπάγγελτου • | αυτεπάγγελτων • | αυτεπάγγελτων • | αυτεπάγγελτων • |
accusative | αυτεπάγγελτο • | αυτεπάγγελτη • | αυτεπάγγελτο • | αυτεπάγγελτους • | αυτεπάγγελτες • | αυτεπάγγελτα • |
vocative | αυτεπάγγελτε • | αυτεπάγγελτη • | αυτεπάγγελτο • | αυτεπάγγελτοι • | αυτεπάγγελτες • | αυτεπάγγελτα • |
Related terms
[edit]- αυτεπαγγέλτως (aftepangéltos, “ex officio”, adverb)
- αυτεπάγγελτα (aftepángelta, “ex officio”, adverb)
Further reading
[edit]- “αυτεπάγγελτος”, in Platform to search dictionaries of modern and medieval Greek at the Centre for the Greek language