αυταρχικότητα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]αυταρχικός (aftarchikós, “bossy, imperious”) + -ότητα (-ótita, “-ity, -ness”). First attested 1892.
Noun
[edit]αυταρχικότητα • (aftarchikótita) f (indeclinable)
Declension
[edit]Declension of αυταρχικότητα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αυταρχικότητα • | αυταρχικότητες • |
genitive | αυταρχικότητας • | αυταρχικοτήτων • |
accusative | αυταρχικότητα • | αυταρχικότητες • |
vocative | αυταρχικότητα • | αυταρχικότητες • |