Jump to content

αυξομείωση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αυξομείωση (afxomeíosif (plural αυξομειώσεις)

  1. fluctuation

Declension

[edit]
Declension of αυξομείωση
singular plural
nominative αυξομείωση (afxomeíosi) αυξομειώσεις (afxomeióseis)
genitive αυξομείωσης (afxomeíosis) αυξομειώσεων (afxomeióseon)
accusative αυξομείωση (afxomeíosi) αυξομειώσεις (afxomeióseis)
vocative αυξομείωση (afxomeíosi) αυξομειώσεις (afxomeióseis)

Older or formal genitive singular: αυξομειώσεως (afxomeióseos)

[edit]

Further reading

[edit]