αυξητικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]αυξητικός • (afxitikós) m (feminine αυξητική, neuter αυξητικό)
Declension
[edit]Declension of αυξητικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αυξητικός • | αυξητική • | αυξητικό • | αυξητικοί • | αυξητικές • | αυξητικά • |
genitive | αυξητικού • | αυξητικής • | αυξητικού • | αυξητικών • | αυξητικών • | αυξητικών • |
accusative | αυξητικό • | αυξητική • | αυξητικό • | αυξητικούς • | αυξητικές • | αυξητικά • |
vocative | αυξητικέ • | αυξητική • | αυξητικό • | αυξητικοί • | αυξητικές • | αυξητικά • |
Related terms
[edit]- see: αυξάνω (afxáno, “to increase, to augment”)